ἁγιό-γραφος

  • 1θαλασσογράφος — ο (Μ θαλασσογράφος) νεοελλ. ζωγράφος που ασχολείται με τη θαλασσογραφία μσν. αυτός που ασχολείται με την περιγραφή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + γράφος < γράφω (πρβλ. αγιο γράφος, γεω γράφος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πνευματογράφος — ὁ, ΑΜ αυτός που γράφει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + γράφος*] …

    Dictionary of Greek