ἁγίως
1Ἁγίως — Ἅγιος masc acc pl (doric) …
2ἁγίως — ἅγιος devoted to the gods adverbial ἅγιος devoted to the gods masc acc pl (doric) ἁ̱γίως , ἁγής guilty adverbial (doric) …
3άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …
4ՍՐԲԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0760 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c մ. ἀγίως, καθαρῶς, ὀσίως, εὑαγῶς sancte. Սրբութեամբ. մաքրապէս. անարատաբար. *Մաքուր եւ սրբապէս: Սրբապէս եւ առանց նենգութեան: Սրբապէս եւ համակրօնաբար… …