ἀ-ώδης

  • 51προσώδης — ῶδες, Α αυτός που αναδίδει κάποια οσμή, ιδίως δυσώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ώδης* (πρβλ δυσ ώδης, ευ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 52γραώδης — γρᾱώδης , γραώδης masc/fem acc pl (attic epic doric) γρᾱώδης , γραώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γρᾱώδης , γραώδης masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 53λαώδης — λᾱώδης , λαώδης popular masc/fem acc pl (attic epic doric) λᾱώδης , λαώδης popular masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λᾱώδης , λαώδης popular masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 54επώδης — ἐπώδης, ες (Α) αυτός που μυρίζει άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ώδης (< όζω < *όδ jω), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα τού θ. οδ (πρβλ. δυσ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 55ιδεώδης — ες 1. ο ιδανικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ιδεώδες α) αυτό που υπάρχει μόνο στη σκέψη β) καθετί που συγκεντρώνει όλες τις τελειότητες τις οποίες μπορεί να συλλάβει το πνεύμα, ιδανικό γ) τελειότητα την οποία φαντάζεται το πνεύμα, χωρίς να μπορεί να τή …

    Dictionary of Greek

  • 56ισχιοσηραγγώδης — ες φρ. «ισχιοσηραγγώδης μυς» μικρός μυς τού περινέου, ο οποίος καλύπτει τη βάση τού στυτικού ιστού τού πέους και τής κλειτορίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + σηραγγ ώδης (< σήραγξ + καταλ. ώδης). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 57κηώδης — και κειώδης, ῶδες (Α) αυτός που έχει την οσμή τού θυμιάματος, εύοσμος («κηώδεα φύετο πάντα», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κη ώδης. Το α συνθετικό τής λ. κη προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδ. *κῆFος «αρωματικό ξύλο» που είναι παρ. από το θ. τού αόρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 58κορδυβαλλώδης — ῶδες (Α) (μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες) ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη*, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κορδυλο βαλλ ώδης < κορδύλη + βάλλ ω + κατάλ. ώδης η σίγηση τού λο με… …

    Dictionary of Greek

  • 59πρεπώδης — ῶδες, Α κατάλληλος, αρμόζων. επίρρ... πρεπωδῶς κατά τρόπο πρέποντα, κατάλληλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπω + κατάλ. ώδης. Εντύπωση προκαλεί η παραγωγή επιθ. σε ώδης από ρήμα] …

    Dictionary of Greek

  • 60ρυώδης — ῶδες, Α 1. ρευστός 2. αυτός που ρέει ελεύθερα και με ορμή («σπέρμα πολὺ καὶ ῥυῶδες», Πλάτ.) 3. (για πυρετό) συνεχής και συχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* + κατάλ. ώδης (πρβλ. μυ ώδης)] …

    Dictionary of Greek