ἀ-ώδης

  • 121κεδματώδης — κεδματώδης, ῶδες (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, ατος + επίθημα ώδης*] …

    Dictionary of Greek

  • 122κεντρώδης — ες (Α κεντρώδης, ώδες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεντρώδη βοτ. τάξη μονοκύτταρων φυκών που ανήκει στο φύλο βακιλλαριόφυτα τής κλάσης βακιλλαριοφύκη αρχ. οξύς, ακανθώδης, με αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 123κεπφαττελεβώδης — κεπφαττελεβώδης, ῶδες (Α) ο ανόητος σαν τον κέπφο και τον αττέλαβο, τόσο ανόητος και ελαφρός όσο είναι το θαλασσοπούλι κέπφος και η ακρίδα αττέλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέπφος + ἀττέλαδος + κατάλ. ώδης*. Το ε στο λε αφομοιωτικά προς το πρώτο] …

    Dictionary of Greek

  • 124κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …

    Dictionary of Greek

  • 125κεχηνώδης — κεχηνώδης, ῶδες, (Α) αυτός που έχει ή αποτελεί χασμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. τού χαίνω «χάσκω»), με σχηματισμό κατά τα σε ώδης] …

    Dictionary of Greek

  • 126κιθαρωδία — ἡ (Α κιθαρῳδία) [κιθαρωδώ] κρούση τής κιθάρας, κιθάρισμα με συνοδεία ωδής, άσματος …

    Dictionary of Greek

  • 127κιθαρωδικός — κιθαρῳδικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κιθαρωδία («κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαρωδική η κιθαρωδία, η κιθαριστική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθαρῳδός, ή < κιθαρῳδία] …

    Dictionary of Greek

  • 128κλαδώδιο — το βοτ. εξειδικευμένος πεπλατυσμένος βλαστός, σε ορισμένα φυτά, ο οποίος έχει μεταμορφωθεί σε αφομοιωτικό όργανο, δηλ. μοιάζει με φύλλο και εκτελεί λειτουργία φύλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cladode < clad (πρβλ. κλάδος [Ι]) + οd… …

    Dictionary of Greek