ἀ-ώδης

  • 11ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] …

    Dictionary of Greek

  • 12ζυμώδης — ζυμώδης, ες (Α) όμοιος με ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + ώδης (πρβλ. ζοφ ώδης, ω ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 13ηθμώδης — ἠθμώδης, ες (Α) ο ηθμοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, ογκ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 14ηλιθιώδης — ἠλιθιώδης, ες (Α) όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. ωδης (πρβλ. ογκ ώδης, τρικυμι ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 15ηλιώδης — ἡλιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). επίρρ... ἡλιωδῶς (Μ) κατά την ομοιότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 16ηχώδης — ἠχώδης, ες (Α) 1. (για το εξάμετρο) ηχηρός 2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο 3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη τού ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 17θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] …

    Dictionary of Greek

  • 18θεατρώδης — θεατρώδης, ῶδες (AM) μσν. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής αρχ. (με κακή σημ., για πρόσ.) αυτός που αρέσκεται σε θεατρική συμπεριφορά, θεατρικός, θεατρινίστικος, θεατρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κατάλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης, κτην ώδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 19θειώδης — (I) θειώδης, ῶδες (Μ) [θείος (Ι)] αυτός που μοιάζει με τον θεό. επίρρ... θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως) με θείο τρόπο, θεϊκά αρχ. με αυτοκρατορικό διάταγμα. (II) ες (Α θειώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 20θεμελιώδης — ες (κυριολ. και μτφ.) αυτός που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση, βασικός, ουσιώδης, θεμελιακός («θεμελιώδης κανόνας»). επίρρ... θεμελιωδώς με θεμελιώδη τρόπο, με βασικό τρόπο, βασικά, ουσιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιο + καταλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης …

    Dictionary of Greek