ἀ-φιλ-εργία

  • 1καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] …

    Dictionary of Greek

  • 2τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] …

    Dictionary of Greek