ἀ-τειρής

  • 1πολυτειρής — (I) ές, Α 1. αυτός που απαιτεί ή προξενεί πολύ κόπο, κοπιαστικός, κοπιώδης 2. (με παθ. σημ.) αυτός που υφίσταται πολλά βάσανα, που υποφέρει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τειρής (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξαντλώ»)]. (II) ές, Α αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 2ποικιλοτειρής — ές, Α (για τον ουράνιο θόλο) ο στολισμένος με αστέρια («πόλον ποικιλοτειρῆ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τειρής (< τείρεα, πληθ. τού τέρας), πρβλ. πολυ τειρής (II)] …

    Dictionary of Greek