ἀ-συμμετρία
1συμμετρία — συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc/acc dual συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… …
3συμμετρίᾳ — συμμετρίαι , συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …
4συμμετρία — η αρμονία, ορθή αναλογία: Κατάπληξη προκαλεί η συμμετρία όλων των μερών του Παρθενώνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5συμμετριάσας — συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem acc pl (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem gen sg (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάζω to be… …
6ξυμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) …
7συμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) …
8συμμετρίαι — συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …
9ξυμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) …
10συμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) …