ἀ-σκίπων
11σκήπων — ωνος, ὁ, Α (δ. αν.) βλ. σκίπων …
12σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους …
13σκίμπων — ωνος, ὁ, Α βλ. σκίπων …
14σκηπίων — ὁ, Μ βλ. σκίπων …
15σκοίπος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξοχὴ τῶν ξύλων, ἐφ ὧν εἰσιν οἱ κέραμοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* (πρβλ. σκιά: σκοιός)] …
16φιλοσκήπων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να κρατά ράβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκήπων, δ. ανάγν. τού σκίπων «βακτηρία, μπαστούνι»] …
17σκίπωνα — σκί̱πωνα , σκίπων staff masc acc sg …
18σκίπωνας — σκί̱πωνας , σκίπων staff masc acc pl …
19σκίπωνες — σκί̱πωνες , σκίπων staff masc nom/voc pl …
20σκίπωνι — σκί̱πωνι , σκίπων staff masc dat sg …