ἀ-πραξία

  • 21δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …

    Dictionary of Greek

  • 22ψευδοπραξία — ἡ, Μ διήγηση ανύπαρκτου έργου, αναφορά σε κάτι που δεν έχει συμβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πρᾶξις + κατάλ. ία (πρβλ. δικαιο πραξία)] …

    Dictionary of Greek

  • 23Ανδροσθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Λοχαίου από το Μαίναλο της Αρκαδίας (5ος αι. π.Χ.). Νίκησε δύο φορές στο παγκράτιο, στην Ολυμπία, όπου υπήρχε ανδριάντας του που έφτιαξε o συμπατριώτης του Νικόδαμος. 2. Αθηναίος γλύπτης (4ος αι. π.Χ.).… …

    Dictionary of Greek