ἀ-πραξία

  • 11ληστοπραξία — η κάθε πράξη που, σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ληστεία, ληστρική πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, κακο πραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ.… …

    Dictionary of Greek

  • 12ομοιοπραξία — ὁμοιοπραξία, ἡ (Α) όμοια πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πραξία (< πρᾶξις < πράσσω), πρβλ. ευ πραξία, ισο πραξία] …

    Dictionary of Greek

  • 13νυκτιπραξία — νυκτιπραξία, ἡ (Α) νυχτερινή πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πραξία (< πρακτος < πράττω), πρβλ. ισο πραξία] …

    Dictionary of Greek

  • 14πρωτοπραξία — η, ΝΑ το προνόμιο ενός ατόμου να ικανοποιηθεί πρώτο από τους άλλους δικαιούχους από την περιουσία τού οφειλέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πραξία (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. δικαιο πραξία] …

    Dictionary of Greek

  • 15ταυτοπραξία — ἡ, Μ το να ενεργεί κανείς κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) /ταυτ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ἰσο πραξία] …

    Dictionary of Greek

  • 16χειροπραξία — η, Ν η χειροπρακτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. εχθρο πραξία] …

    Dictionary of Greek

  • 17Thanatopraxie — Die Thanatopraxie oder Thanatopraxis (von griech. θανατος, „Tod“, zugleich Thanatos, Gott des Todes in der griechischen Mythologie und πραξια, „Handwerk»), umfasst alle Tätigkeiten, die nötig sind, um die ästhetisch und hygienisch einwandfreie… …

    Deutsch Wikipedia

  • 18Thanatopraxis — Die Thanatopraxie (von griech. θανατος, „Tod“, zugleich Thanatos, Gott des Todes in der griechischen Mythologie und πραξια, „Handwerk»), auch Thanatopraxis oder Praktische Thanatologie genannt, umfasst alle Tätigkeiten, die nötig sind, um die… …

    Deutsch Wikipedia

  • 19αθεμιτοπραγία — και πραξία, η αθέμιτη, παράνομη πράξη, παρανομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθέμιτος + πραγής < πράττω] …

    Dictionary of Greek

  • 20αριστοπραξία — ἀριστοπραξία, η (Μ) ο άριστος τρόπος ενέργειας, το να κάνει κανείς κάτι με τον καλύτερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + πραξία < πράξις < πράττω] …

    Dictionary of Greek