ἀ-περιμερίμνως
1περιμερίμνως — Μ επίρρ. βλ. περιμέριμνος …
2περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] …
1περιμερίμνως — Μ επίρρ. βλ. περιμέριμνος …
2περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] …