ἀ-πάτωρ
1πάτωρ — πά̱τωρ , πάτωρ possessor masc nom sg …
2πάτωρ — ὁ, Α κτήτορας, κάτοχος, ιδιοκτήτης, κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ τού άχρηστου ενεστ. πάομαι* «κατέχω, είμαι κύριος» + επίθημα τωρ] …
3θεοπάτωρ — θεοπάτωρ, ορος, ὁ (AM) (για τον Δαβίδ και τους γονείς τής θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο πατέρας τού θεού, ο πρόγονος τού θεού αρχ. ο γιος τού θεού, τίτλος των βασιλέων τών Πάρθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ,… …
4ιεροπάτωρ — ἱεροπάτωρ, ὁ (Μ) άγιος πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ, θεο πάτωρ] …
5καλλιπάτωρ — καλλιπάτωρ, ορος, ὁ (AM) μσν. (για Πατέρες τής Εκκλησίας) ένδοξος, σεπτός Πατέρας αρχ. αυτός που έχει ένδοξο πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. κοινο πάτωρ, μεγιστο πάτωρ] …
6κλωποπάτωρ — κλωποπάτωρ, ορός ὁ (Α) παιδί τού οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + πός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνο πάτωρ, χρυσο πάτωρ] …
7κοινοπάτωρ — κοινοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο πάτωρ, ψευδο πάτωρ] …
8κοσμοπάτωρ — κοσμοπάτωρ, ορος, ὁ (Μ) (για τον Αδάμ) ο πατέρας όλων τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ, μητρο πάτωρ] …
9προπάτωρ — ορος, ο, ΝΜΑ, και προπάτορας Ν 1. ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης (α. «στη γη όπου έζησαν οι προπάτορές μας» β. «ὦ Ζεῡ, προγόνων προπάτωρ», Σοφ.) 2. πληθ. οι προπάτορες α) οι πατριάρχες τής Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ β) (γενικά) οι …
10ευπάτωρ — εὐπάτωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπατρίδης 2. καλός πατέρας 3. αυτός που αγαπά τον πατέρα, φιλοπάτωρ («Πτολεμαῑος ὁ εὐπάτωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ] …