ἀ-πάτωρ

  • 31φιλοπάτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τον πατέρα του 2. (το αρσ.) προσωνυμία ενός Πτολεμαίου, καθώς και άλλων βασιλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. προ πάτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 32χριστοπάτωρ — ορος, ὁ, Α εκκλ. ο πατέρας τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. θεο πάτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 33χρυσοπάτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ (ως προσωνυμία τού Διονύσου) χρυσόπατρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. ὁμο πάτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 34ψευδοπάτωρ — ορος, ὁ, Α ο μη αληθινός πατέρας, άτομο που θεωρείται πατέρας κάποιου, ενώ δεν είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. χρυσο πάτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 35pǝtē (r) gen. pǝtr-es, -os —     pǝtē (r) gen. pǝtr es, os     English meaning: father     Deutsche Übersetzung: “Vater, Haupt der Großfamilie”     Material: O.Ind. pitár ; Av. pitar besides nom. pta, ta etc.; Arm. hair (*pǝtēr), gen. haur (*pǝtros); Gk. πατήρ, πατρός, in… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 36АНТИОХ —    • Antiochus,          Άντίοχος,        1. полководец Филиппа Македонского, отец Селевка Сирийского. Justin. 13, 4, 17. 15, 4, 3;        2. А. I, по прозванию Σωτήρ (этот титул он принял после поражения галлов), сын Селевка Никатора, царя… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 37-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 38αρχιπάτωρ — ἀρχιπάτωρ, ο (Μ) 1. ο πατριάρχης, ο γενάρχης 2. ο πρώτος γενάρχης του γένους των ανθρώπων, ο Αδάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + πάτωρ < πατήρ] …

    Dictionary of Greek

  • 39ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) …

    Dictionary of Greek

  • 40μαμμοπάτωρ — μαμμοπάτωρ, ορος, ὁ (Α) ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + πατήρ (πρβλ. βασιλο πάτωρ)] …

    Dictionary of Greek