ἀ-μεριμνία

  • 1μεριμνιά — μεριμνιά, ἡ (Μ) στον πληθ. αἱ μεριμνιαί τα βάσανα, οι έγνοιες, ιδίως οι ερωτικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεριμνῶ + κατάλ. ιά) …

    Dictionary of Greek