ἀ-μελής
1Μέλης — masc nom sg (doric) …
2μελής — Ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σμύρνη, γενέτειρα του Ομήρου σύμφωνα με την παράδοση, ο οποίος και επονομάστηκε Μελητιάδης ή Μελησιγενής. Μερικοί πίστευαν πως ο Όμηρος έγραψε τα έπη του σε… …
3μελής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του μελιού: Είχε μάτια μελιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μέλης — μέλη fem gen sg (attic epic ionic) …
5Νικολαΐδης, Μελής — (Λάρνακα 1898 – Αθήνα 1979). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής της κυπριακής εφημερίδας Ηχώ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1928. Το 1936 40 και 1952 54 διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή. Από τα βιβλία του τα… …
6Μέλαι — Μέλης masc nom/voc pl (doric) Μέλᾱͅ , Μέλης masc dat sg (doric aeolic) …
7Μελέων — Μέλης masc gen pl (epic doric ionic) …
8Μελῶν — Μέλης masc gen pl (doric) …
9Μέλαις — Μέλης masc dat pl (doric) …
10Μέλεα — Μέλης masc acc sg (epic doric ionic) Μελέης masc voc sg Μελέης masc nom sg (epic) …