ἀ-μελής

  • 71πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς …

    Dictionary of Greek

  • 72πυγομελής — ές, Ν ιατρ. τέρας που έχει ένα ή δύο υπεράριθμα μέλη στην υπογαστρική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + μελής (< μέλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 73σειρηνομελής — ές, Ν αυτός που πάσχει από σειρηνομελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήνα + μελής (< μέλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 74σωσιμελής — ές, Ν φρ. «σωσιμελής αγωγή» ιατρ. θεραπευτική αγωγή για τη διάσωση πάσχοντος μέλους και την αποφυγή ακρωτηριασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωσι (< σώζω, πρβλ. σωσίβιος) + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτιμελής] …

    Dictionary of Greek

  • 75τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… …

    Dictionary of Greek

  • 76φωκομελής — ές, Ν ιατρ. (για έμβρυο) αυτός που πάσχει από φωκομελία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phocomelus < φώκη + μελής (< μέλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 77Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… …

    Dictionary of Greek

  • 78Βερμούδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, που τελεί σε καθεστώς ημιαυτόνομης βρετανικής κτήσης.Η συνολική έκταση των νησιών είναι 53,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 62.997 κάτ. (2000), με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 0,74% και… …

    Dictionary of Greek

  • 79Νικολαΐδης, Νίκος — (Λευκωσία 1884 – Κάιρο 1956). Κύπριος πεζογράφος. Ο N., θεωρείται κορυφαίος Κύπριος πεζογράφος και μια σημαντική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων. Τα πρώτα χρόνια του έζησε με στερήσεις. Φύση ωστόσο ανήσυχη, ξεκίνησε το 1908 από το νησί του για… …

    Dictionary of Greek

  • 80Μέλαισι — Μέλας black masc dat pl (doric aeolic) Μέλης masc dat pl (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)