ἀ-μελής

  • 61μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …

    Dictionary of Greek

  • 62μελένιος — α, ο [μέλι] 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι ή ζυμωμένος με μέλι («χαλβάς μελένιος») 2. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, ο μελής 3. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα», Παλαμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 63μελίχρους — ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους ουν και οος, οον, Α και μελλίχρους, ουν, Μ και μελίχροιος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελής μσν. μελαχρινός αρχ. 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι,… …

    Dictionary of Greek

  • 64μελίχρωμος — η, ο ο μελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χρωμος (< χρώμα) πρβλ. ανοιχτό χρωμος] …

    Dictionary of Greek

  • 65μελίχρως — μελίχρως, ωτος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χρώς, χρωτός (πρβλ. μολυβδό χρως, πυρί χρως)] …

    Dictionary of Greek

  • 66μελιχρώδης — μελιχρώδης, ῶδες (Α) [μελιχρός] 1. αυτός που έχει χρώμα κίτρινο σαν το μέλι, μελίχρους, μελής 2. μελαχρινός …

    Dictionary of Greek

  • 67ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …

    Dictionary of Greek

  • 68ολιγομελής — ές αυτός που αποτελείται από λίγα μέλη («ολιγομελής επιτροπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μελής (< μέλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] …

    Dictionary of Greek

  • 69παμμελής — παμμελής, ές (Α) 1. μελωδικότατος («ἐν αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῡντες τῷ θεῷ», ΠΔ) 2. αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, ακέραιος («παμμελῆ ἱερεῑα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μελής (< μέλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 70πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… …

    Dictionary of Greek