ἀ-μελής

  • 51Μέλαν — Μέλας black masc voc sg Μέλᾱν , Μέλης masc acc sg (epic doric aeolic) Μέλης masc acc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 52Μέλας — Μέλᾱς , Μέλας black masc nom sg Μέλας black masc nom/voc sg Μέλᾱς , Μέλης masc acc pl (doric) Μέλᾱς , Μέλης masc nom sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 53ЛИДИЯ —    • Lydĭa,          Λυδία, область, занимавшая середину западного берега Малой Азии и называвшаяся первоначально Меонией (Μηονίη, Μαιονία); позднее же последним именем называлась восточная часть Л. по верхнему течению реки Герма и к югу от горы… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 54МЕЛЕТ —     I.    • Meles,          Μέλης, небольшая береговая река у Смирны, при источниках которой в пещере Гомер будто бы писал свои песни; отсюда и прозвание Μελήσιγενής, также Meleteae chartae (Tib. 4, 1, 200). Залив, в который она впадала,… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 55МЕЛЕТ —     I.    • Meles,          Μέλης, небольшая береговая река у Смирны, при источниках которой в пещере Гомер будто бы писал свои песни; отсюда и прозвание Μελήσιγενής, также Meleteae chartae (Tib. 4, 1, 200). Залив, в который она впадала,… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 56αιγομελής — αἰγομελής, ές (Α) αυτός που έχει μέλη τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + μελὴς < μέλος] …

    Dictionary of Greek

  • 57αρτιμελής — ές (AM ἀρτιμελής, ές) αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)] …

    Dictionary of Greek

  • 58δεκαοκταμελής — ές (ομάδα, συμβούλιο κ.λπ.) που αποτελείται από δεκαοκτώ μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαοκτώ + μελής < μέλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 59εξαμελής — ές αυτός που αποτελείται από έξι μέλη («εξαμελής επιτροπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μελής < μέλος. Η λ. μαρτυρείται στον Αναστ. Πολυζωΐδη] …

    Dictionary of Greek

  • 60ερρινομελής — ές αυτός που εκτελεί το μέλος έρρινα, που ψάλλει έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρινος + μελής (< μέλος)] …

    Dictionary of Greek