ἀ-μελής

  • 41πλεομελής — ές, Α αυτός που έχει περισσότερα από το φυσιολογικό μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 42πολυμελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά μέλη, που αποτελείται από πολλά μέλη (α. «πολυμελής οικογένεια» β. «πολυμελές δικαστήριο» γ) «πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυειδές», Πλάτ.) αρχ. ποικιλόφθογγος, αυτός που μπορεί να τραγουδήσει πολλά μέλη, πολλές μελωδίες.… …

    Dictionary of Greek

  • 43στηθομελής — ές. ΜΑ (για τον τζίτζικα) αυτός που εκπέμπει μελωδία από το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 44σωμελής — ες, Α αρτιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς (βλ. λ. σώος) + μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 45τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 46τεσσαρακονταμελής — ές, Ν (για σύνολο) αυτός που απαρτίζεται από σαράντα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μελής (< μέλος), πρβλ. τρι μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 47τετραμελής — ές, Ν αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέλη («τετραμελής σπείρα ληστών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μελής (< μέλος), πρβλ. εξα μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ιω. Α. Σούτζο] …

    Dictionary of Greek

  • 48τηξιμελής — ές, Α αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 49τριμελής — ές, ΝΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέλη («τριμελής επιτροπή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριμελές δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μελής (< μέλος), πρβλ. μονο μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 50υγρομελής — ές, Α αυτός που έχει εύκαμπτα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ μελής] …

    Dictionary of Greek