ἀ-μελής

  • 31λιπομελής — λιπομελής, ές (Α) αυτός που τού λείπει κάποιο μέλος τού σώματος, ακρωτηριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 32μικρομελής — ές (Α μικρομελής, ές) αυτός που έχει δυσανάλογα μικρά μέλη, κυρίως άνω και κάτω άκρα, σε σχέση με τον υπόλοιπο κορμό, αυτός που πάσχει από μικρομελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 33μονομελής — ές (ΑΜ μονομελής, ές, Α ιων. τ. μουνομελής) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος («μονομελές δικαστήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 34νανομελής — ές (για έμβρυο) αυτός που έχει πολύ μικρά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + μελής (< μέλος), πρβλ. ευ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 35νουσομελής — και νοσομελής, ές (Α) αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 36οκταμελής — ές αυτός που αποτελείται από οκτώ μέλη («οκταμελής επιτροπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + μελής (< μέλος), πρβλ. πεντα μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …

    Dictionary of Greek

  • 37ολομελής — ές (ΑΜ ὁλομελής, ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, ές) αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης (για συνεδριάζον σώμα) αυτός τού οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα μσν. ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα αρχ. ομοιόμορφος. επίρρ... ολομελώς (Μ… …

    Dictionary of Greek

  • 38οξυμελής — ὀξυμελής, ές (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 39πενταμελής — ές αυτός που αποτελείται από πέντε μέλη («α. πενταμελής οικογένεια» β. «πενταμελής αντιπροσωπεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μελής (< μέλος), πρβλ. τρι μελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] …

    Dictionary of Greek

  • 40περισσομελής — ές, Α αυτός που έχει περιττά σωματικά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο μελής] …

    Dictionary of Greek