ἀ-μελής

  • 21θελξιμελής — θελξιμελής, ές (Α) αυτός που θέλγει με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ μελής, παμ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 22θηλυμελής — θηλυμελής, ές (Α) (για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ μελής, θελξι μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 23καλλιμελής — καλλιμελής, ές (Μ) μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. οξυ μελής, παμ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 24λυσιμελής — λυσιμελής, ές (Α) 1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών τού σώματος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής επίκληση τού Ύπνου, τού Έρωτος, τού Πόθου, τού Θανάτου, τής Αφροδίτης και τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 25πηρομελής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους τού σώματος αρχ. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο μελής, περισσο μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 26συμμελής — ές, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. (για τέρας) αυτός στον οποίο τα δύο κάτω άκρα, πλήρη ή μη, είναι ενωμένα μεταξύ τους, αλλ. σειρηνομερής αρχ. 1. αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάτι άλλο, σύμφωνος ως προς τον ρυθμό («κροτοῡσι κρότον τινὰ ἐμμελῆ τε καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 27πιμελῆς — πῑμελῆς , πιμελή soft fat fem gen sg (attic epic ionic) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem acc pl (attic epic doric) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28ИОВ ИАСИТ (МЕЛИЙ) — [греч. ᾿Ιὼβ ᾿Ιασίτης, Μελίας], иером., визант. писатель 2 й пол. XIII в. Советник и сподвижник патриарха К польского Иосифа I Галисиота (1266 1275, 1282 1283) в борьбе с униатской политикой имп. Михаила VIII Палеолога (1259 1282). По распоряжению …

    Православная энциклопедия

  • 29Meles von Bari — Meles, auch Melus, Melo, griech. Μέλης, (* 10. Jahrhundert; † 23. April 1020 in Bamberg) war ein apulischer Separatist, der zwei Aufstände gegen die byzantinische Herrschaft organisierte. Von Kaiser Heinrich II. wurde er wohl an Ostern 1020 in… …

    Deutsch Wikipedia

  • 30ευμελής — ές (ΑΜ εὐμελής, ές) μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.) νεοελλ. αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη τού σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα αρχ. ευχάριστος,… …

    Dictionary of Greek