ἀ-μελής
11Μέλη — Μέλης masc voc sg (doric) …
12Μέλην — Μέλης masc acc sg (attic epic doric ionic) …
13Μέλου — Μέλης masc gen sg (doric) …
14Μέλω — Μέλης masc gen sg (attic epic doric ionic) …
15Μέλῃ — Μέλης masc dat sg (attic epic doric ionic) …
16μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …
17Μέλ' — Μέλα , Μέλας black masc voc sg (epic) Μέλα , Μέλης masc voc sg (doric) Μέλα , Μέλης masc nom sg (epic doric) Μέλαι , Μέλης masc nom/voc pl (doric) Μέλᾱͅ , Μέλης masc dat sg (doric aeolic) …
18Μέλα — Μέλας black masc voc sg (epic) Μέλᾱ , Μέλης masc nom/voc/acc dual (doric) Μέλης masc voc sg (doric) Μέλᾱ , Μέλης masc gen sg (doric aeolic) Μέλης masc nom sg (epic doric) …
19ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… …
20ημιμελής — ές ιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτι μελής, πολυ μελής] …