ἀ-κώλῡτος
1κωλυτός — κωλυτός, ή, όν (Α) [κωλύω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εμποδίσει …
2κωλυτός — to be hindered masc nom sg …
3κωλυτόν — κωλυτός to be hindered masc acc sg κωλυτός to be hindered neut nom/voc/acc sg …
4κωλυτά — κωλῡτά̱ , κωλυτής hinderer masc nom/voc/acc dual κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc voc sg κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic) κωλυτός to be hindered neut nom/voc/acc pl κωλυτά̱ , κωλυτός to be hindered fem nom/voc/acc dual κωλυτά̱ ,… …
5ακώλυτος — η, ο (Α ἀκώλυτος, ον) αυτός που δεν κωλύεται, ο ανεμπόδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κωλυτός < κωλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκωλυτί] …
6κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …
7κωλυταῖς — κωλῡταῖς , κωλυτής hinderer masc dat pl κωλυτός to be hindered fem dat pl …
8κωλυταί — κωλῡταί , κωλυτής hinderer masc nom/voc pl κωλυτός to be hindered fem nom/voc pl …
9κωλυτάς — κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc acc pl κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic doric aeolic) κωλυτά̱ς , κωλυτός to be hindered fem acc pl …
10κωλυτήν — κωλῡτήν , κωλυτής hinderer masc acc sg (attic epic ionic) κωλυτός to be hindered fem acc sg (attic epic ionic) …