ἀ-κήριος

  • 1πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] …

    Dictionary of Greek