ἀ-κάρπωτος
1καρπωτός — καρπωτός, όν (Α) αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό τού χεριού («χιτὼν καρπωτός» χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό τού χεριού, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, δικτυ ωτός)] …
2καρπωτός — reaching to the wrist masc/fem nom sg …
3καρπωτόν — καρπωτός reaching to the wrist masc/fem acc sg καρπωτός reaching to the wrist neut nom/voc/acc sg …
4καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …
5ԿՈՃԿԵՆԻԿ — ( ) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… …
6ԿՈՃԿԷՆ — (ի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… …