ἀ-κάμᾱς

  • 1κἀμάς — ἀ̱μά̱ς , ἁμός 1 fem acc pl ἐμά̱ς , ἐμός mine fem acc pl ἀμά̱ς , ἡμός fem acc pl (aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 3ABDICANDI jus — inter patriae potestatis apud Athenienses iura fuit, quam in rem scripta lex: Τοὺς γονέας κυρίους εἶναι ἀπὸνηρύτραι. Parentibus abdicare liberos ius esto, apud Demosth. in Baeot. Nec ve4ro liberos tantum, quos genuerant, sed etiam adoptivos, ut… …

    Hofmann J. Lexicon universale