ἀ-κάμᾰτος
1κάματος — toil masc nom sg …
2κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …
3κάματος — ο κόπωση, κούραση: Έπεσε κάτω από τον κάματο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καμάτοιο — κάματος toil masc gen sg (epic) …
5καμάτοις — κάματος toil masc dat pl …
6καμάτοισι — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7καμάτοισιν — κάματος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8καμάτου — κάματος toil masc gen sg …
9καμάτους — κάματος toil masc acc pl …
10καμάτων — κάματος toil masc gen pl καματάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καματάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …