ἀ-κτήμων
1ερικτήμων — ἐρικτήμων, ον (Α) ο πλούσιος, ο ερικτέανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτήμων (< κτήμα πρβλ. α κτήμων, γαιο κτήμων)] …
2εϋκτήμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (5ος αι. π.Χ.). Καθόρισε, μαζί με τον Μέτωνα, τις σχέσεις ηλιακού και σεληνιακού έτους. Κατάρτισε πίνακα των πρωινών και εσπερινών εμφανίσεων των αστέρων. 2. Αθηναίος άρχοντας (5ος αι. π.Χ.). Υπήρξε και… …
3ιδιοκτήμων — ἰδιοκτήμων, ονος, ὁ (Α) αυτός που έχει δικά του κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κτήμων (< κτήμα), πρβλ. α κτήμων, γαιο κτήμων] …
4κοινοκτήμων — ο, η αρσ. και κοινοκτήμονας αυτός που δεν έχει ατομική ιδιοκτησία, αυτός που μετέχει στο σύστημα κοινοκτημοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων, φιλο κτήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν… …
5πολυκτήμων — ύκτημον, ΜΑ αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία, ο πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτήμων (< κτῆμα < κτῶμαι), πρβλ. α κτήμων, βαθυ κτήμων] …
6ολιγοκτήμων — ον (Α ὀλιγοκτήμων, ον) αυτός που έχει λίγα κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …
7παγκτήμων — παγκτήμων, ον (Α) αυτός που κατέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κτήμων (< κτῆμα), πρβλ. πολυ κτήμων] …
8φιλοκτήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους σαράντα μάρτυρες, που είναι γνωστοί ως οι τεσσαράκοντα (M’) μάρτυρες οι εν Σεβάστεια. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα, στη Σεβάστεια, επί Λικινίου (307 – 323). Πέθαναν με… …
9ακτήμων — ( ονος), ον (Α ἀκτήμων) (συνήθως το άρσ. ως ουσιαστικό) νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι κάτοχος κτηματικής περιουσίας 2. (Αγροτ. Νομοθ.) «ακτήμονες καλλιεργητές» καλλιεργητές ξένων αγροτικών κτημάτων, κολλήγοι αρχ. αυτός που δεν έχει περιουσία ή… …
10αμπελοκτήμονας — ο ο αμπελοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπελοκτήμων < άμπελος + κτήμων < κτήμα < κτώμαι] …
- 1
- 2