ἀ-κράτητος
1κρατητός — capable of being grasped masc nom sg …
2κρατητός — ή, ό (Α κρατητός, ή, όν) [κρατώ] αυτός που συγκρατείται από άλλον ή αυτός που συγκρατεί τον εαυτό του αρχ. αυτός που μπορεί κανείς να τόν νικήσει. επίρρ... κρατητά με πολλή προσοχή, συγκρατημένα, σιγά σιγά …
3κρατητός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συγκρατεί τον εαυτό του ή αυτός που κρατιέται από άλλον: Περπατάνε κρατητοί από τα χέρια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Κράτητος — Κράτης gen sg …
5κρατητόν — κρατητός capable of being grasped masc acc sg κρατητός capable of being grasped neut nom/voc/acc sg …
6ευκατακράτητος — εὐκατακράτητος, ον (Α) αυτός που προφυλάγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα κρατητος (< κατα κρατώ), πρβλ. α κατα κράτητος] …
7παντοκράτητος — ον, Μ παντοκρατής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κράτητος (< κρατῶ), πρβλ. α κράτητος] …
8Zeno of Citium — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image size = 200px image caption = Zeno of Citium name = Zeno of Citium birth = c. 334 BC, Citium, Cyprus death = c. 262 BC, Athens school tradition =… …
9Кратет — Для этой статьи не заполнен шаблон карточка {{Имя}}. Вы можете помочь проекту, добавив его. Кратет (Кратет, устаревшее Кратес от …
10Кратес — Кратет (Кратет, устаревшее Кратес от др. греч. Κράτης, родительный падеж Κράτητος) древнегреческое имя. Известные носители: Кратет Афинский Кратет Афинский древнегреческий поэт комедиограф и актёр. Кратет Афинский (ум. ок. 268 до н. э./265 до н …
- 1
- 2