ἀ-κατάληπτος
1καταληπτός — seized masc nom sg …
2καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… …
3καταληπτός — ή, ό αυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl …
6καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg …
7καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl …
8καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl …
9καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg …
10καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl …