ἀ-κατάληπτος
31περιληπτικός — ή, ό / περιληπτικός, ή, ον, ΝΑ [περιλαμβάνω] 1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του 2. φρ. «περιληπτικό όνομα» γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών… …
32περιληπτός — ή, όν, Α [περιλαμβάνω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να κατανοηθεί, καταληπτός («τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν», Πλάτ,) 2. (με δοτ.) αυτός που περιλαμβάνεται, που περιέχεται κάπου («παραισθήσει... περιληπτήν αἴσθησιν», Φιλόδ.). επίρρ...… …
33περιπέζιος — ον, θηλ. και ία, Α [περίπεζος] 1. αυτός που βρίσκεται ή είναι τοποθετημένος γύρω από το πόδι 2. (κατά τον Ζωναρ.) καταληπτός, κατανοητός 3. μτφ. πολύ χαμηλός, ταπεινός 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιπέζια κοσμήματα τού ποδιού, τα περισφύρια*.… …
34συνυποπίπτω — Α [ὑποπίπτω] καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο …
35χωρητός — ή, όν, ΜΑ [χωρῶ] ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου αρχ. 1. διαβατός 2. πεπερασμένος 3. (γενικά) ικανός για κάτι …
36κατανοητός, -ή — ό αυτός που μπορεί να κατανοηθεί, νοητός, καταληπτός: Η ερμηνεία που έδωσες στο φαινόμενο αυτό είναι κατανοητή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37καταληπτάς — καταληπτά̱ς , καταληπτός seized fem acc pl …
38καταληπτῶι — καταληπτῷ , καταληπτός seized masc/neut dat sg …