ἀ-κατάληπτος

  • 21επικαταλαμβάνω — ἐπικαταλαμβάνω (AM) ακολουθώντας κάτι τό καταλαμβάνω, τό προφθάνω αρχ. 1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.) 2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω 3. γραμμ. παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22ευκατάληπτος — η, ο (Α εὐκατάληπτος, ον) αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος αρχ. αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα. επίρρ... εὐκαταλήπτως (Α) φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει» (για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση τής ροής τού… …

    Dictionary of Greek

  • 23εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… …

    Dictionary of Greek

  • 24εύφραστος — εὔφραστος, ον (Α) 1. ευκολοπρόφερτος, και κατ επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῑ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.) 2. σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. ά φραστος, πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 25καθεκτός — καθεκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.) 2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» επειδή η εξουσία δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 26καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») …

    Dictionary of Greek

  • 27καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός …

    Dictionary of Greek

  • 28ληκτός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταληπτός» …

    Dictionary of Greek

  • 29νοητός — ή, ό (ΑΜ νοητός, ή, όν, Α δωρ. τ. νοατός, ή, όν [νοώ] αυτός που μπορεί να νοηθεί, να γίνει καταληπτός με τον νου, ο προσιτός στη διάνοια νεοελλ. 1. κατανοητός 2. αυτός που υπάρχει μόνο στον νου, ιδεατός, νοερός, σε αντιδιαστολή, προς τον αισθητό …

    Dictionary of Greek

  • 30ομοιοκαταλήπτως — ὁμοιοκαταλήπτως (Α) επίρρ. με όμοια έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + καταληπτός «κατανοητός» (< καταλαμβάνω) + επιρρμ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek