ἀ-κατά-λυτος
1ημικατάλυτος — ἡμικατάλυτος, ον (Μ) αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κατά λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, ευ κατά λυτος] …
2ευκατάλυτος — εὐκατάλυτος, ον (Α) αυτός που καταλύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, δυσ κατά λυτος] …
3ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …
4λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …
5Λυταίος — Λυταῑος, ὁ, θηλ. Λυταίη (Α) [λυτός] 1. (το αρσ.) τίτλος τού Ποσειδώνος στη Θεσσαλία 2. το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ονομασία τής Θεσσαλίας …
6στρεπτόλυτον — τὸ, Α γραμματικό σχήμα κατά το οποίο παρατηρείται διαπλοκή προτάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + λυτός (< λύω)] …