ἀ-θόρυβος
1θόρυβος — noise masc nom sg …
2θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …
3θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl …
5θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg …
7θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl …
8θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl …
9θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg …
10θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl …