ἀ-θανατίζω
1ἀποθανατισθείσῃ — ἀπό θανατίζω aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) …
2ἀποθανατισθῆναι — ἀπό θανατίζω aor inf pass …
1ἀποθανατισθείσῃ — ἀπό θανατίζω aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) …
2ἀποθανατισθῆναι — ἀπό θανατίζω aor inf pass …