ἀ-ηδής
1ᾔδης — οἶδα see plup ind act 2nd sg (homeric doric ionic aeolic) …
2θυμηδής — θυμηδής, ές (ΑΜ) ευχάριστος, αγαπητός, προσφιλής. επίρρ... θυμηδῶς (Α) ευχάριστα, ευάρεστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + ηδής (< ήδος «ευχαρίστηση»), πρβλ. α ηδής, μελι ηδής] …
3μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… …
4πολυηδής — ές, Α πολύ ηδύς, πολύ ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηδής (< ἧδος, τὸ < ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»), πρβλ. μελι ηδής] …
5φιληδής — ές, Α φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηδής (< ἧδος [τὸ] «ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ ηδής] …
6ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …
7αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα …
8ἀήδης — ἀ̱ήδης , ἀηδέω feel disgust at imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀηδέω feel disgust at imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
9palamedean — palamedean, a. Ornith. (pæləˈmiːdɪən) [f. mod.L. Palamēdea, fancifully f. Gr. Παλαµήδης, one of the Grecian heroes at the siege of Troy.] Of or belonging to the genus Palamedea or family Palamedeidæ of birds, the type of which is the kamichi or… …