ἀ-εκούσιος
1ἑκούσιος — voluntary masc nom sg ἑκούσιος voluntary masc/fem nom sg …
2εκούσιος — α, ο (AM ἑκούσιος, α, ον και ἐκούσιος, ον) αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος αρχ. 1. αυτός που ενεργεί με ελεύθερη βούληση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκούσια πράξεις εθελοντικές 3. (απρσ.) «ἑκούσιόν ἐστί μοι» είμαι πρόθυμος για… …
3εκούσιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με τη θέληση κάποιου, θεληματικός, εθελοντικός: Εκούσια απαγωγή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἑκουσίως — ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc acc pl (doric) ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc/fem acc pl (doric) …
5ἑκούσιον — ἑκούσιος voluntary masc acc sg ἑκούσιος voluntary neut nom/voc/acc sg ἑκούσιος voluntary masc/fem acc sg ἑκούσιος voluntary neut nom/voc/acc sg …
6ἑκουσίων — ἑκούσιος voluntary fem gen pl ἑκούσιος voluntary masc/neut gen pl ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut gen pl …
7ἑκουσίοις — ἑκούσιος voluntary masc/neut dat pl ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut dat pl …
8ἑκουσίοισι — ἑκούσιος voluntary masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἑκουσίοισιν — ἑκούσιος voluntary masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10ἑκουσίου — ἑκούσιος voluntary masc/neut gen sg ἑκούσιος voluntary masc/fem/neut gen sg …