ἀ-δι-όρθωτος

  • 1ευεπανόρθωτος — η, ο (Α εὐεπανόρθωτος, ον) αυτός που επανορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αν ορθωτος (< επ αν ορθώ), πρβλ. αν επαν όρθωτος] …

    Dictionary of Greek

  • 2Ορθεία — Ὀρθεία και Fορθεία και Fωρθεία και Βωρθεία και Βορθέα και Ὀρθία και Fορθασία και Ὀρθωσία, ἡ (Α) επίθετο τής Αρτέμιδος στη Λακωνία και στην Αρκαδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. ὀρθός και εμφανίζει μεγάλη ποικιλία μορφών. Ο τ. Ὀρθία, που… …

    Dictionary of Greek

  • 3ευκατόρθωτος — η, ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, ον) αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ορθωτος (< κατ ορθώ)] …

    Dictionary of Greek