ἀ-δήϊος
1δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… …
2δήιος — δάιος hostile masc nom sg (epic) δήϊος , δάιος hostile masc nom sg (epic) …
3μενεδήιος — μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α δήιος)] …
4POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… …
5αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] …
6δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] …
7δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… …
8δηάλωτος — δηιάλωτος και δηιάλωτος, ον (Α) ο αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί ή κατακτηθεί στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήϊος «καταστρεπτικός, ολέθριος» + αλωτός (< θ. αλω τού ρ. αλίσκομαι)] …
9δηίφοβος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Πρίαμου και της Εκάβης. Όταν πέθανε ο Πάρις, παντρεύτηκε την Ελένη, την οποία αγαπούσε από τότε που ζούσε ο αδελφός του. Ήταν μεταξύ εκείνων που αντιτάχθηκαν στην παράδοση της Ελένης… …
10δηιοτής — δηϊοτής ( ῆτος), η (Α) [δήϊος] 1. η μάχη, η συμπλοκή στη μάχη 2. η σφαγή, ο θάνατος …
- 1
- 2