ἀ-γόμφιος
1γόμφιος — γόμφιος, ο και γομφίος, ο το καθένα από τα τελευταία πίσω δόντια, ο τραπεζίτης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2γομφίος — grinder tooth masc nom sg …
3γομφίος — ο (AM γομφίος) [γόμφος] δόντι που έχει σχήμα γόμφου, τραπεζίτης αρχ. δόντι κλειδιού …
4γομφίοι — γομφίος grinder tooth masc nom/voc pl …
5γομφίοις — γομφίος grinder tooth masc dat pl …
6γομφίον — γομφίος grinder tooth masc acc sg …
7γομφίους — γομφίος grinder tooth masc acc pl …
8γομφίων — γομφίος grinder tooth masc gen pl …
9γομφίῳ — γομφίος grinder tooth masc dat sg …
10δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …