ἀ-βούλητος
1βουλητός — βουλητός, ή, όν (AM) [βούλομαι] εκείνος τον οποίο θέλει ή πρέπει να θέλει κάποιος μσν. το ουδ. ως ουσ. βουλητόν, το σύσκεψη αρχ. βουλητόν, το το αντικείμενο της βούλησης …
2βουλητός — that is masc nom sg …
3βουλητά — βουλητός that is neut nom/voc/acc pl βουλητά̱ , βουλητός that is fem nom/voc/acc dual βουλητά̱ , βουλητός that is fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4βουλητῶν — βουλητός that is fem gen pl βουλητός that is masc/neut gen pl …
5βουλητόν — βουλητός that is masc acc sg βουλητός that is neut nom/voc/acc sg …
6βούλητον — βούλητος masc/fem acc sg βούλητος neut nom/voc/acc sg …
7βουληταί — βουλητός that is fem nom/voc pl …
8βουλητοῖς — βουλητός that is masc/neut dat pl …
9βουλητοῦ — βουλητός that is masc/neut gen sg …
10βουλητήν — βουλητός that is fem acc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2