ἀ τινι
41ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον …
42πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …
43συκοφαντία — η, ΝΜΑ [συκοφάντης] η ενέργεια τού συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή μσν. παρερμηνεία αρχ. 1. λογική απάτη, σόφισμα 2. καταπίεση 3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.) β)… …
44συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… …
45συνδοκώ — έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, έω, Α θεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογο αρχ. 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι) μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης 2. πιθ. νομίζω, θαρρώ 3. (το ουδ. πληθ.… …
46σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …
47τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …
48τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …
49τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …
50υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …