ἀΐξω

  • 1ἀίξω — ἀ̱ίξω , ἀίσσω shoot aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀίσσω shoot aor subj act 1st sg ἀίσσω shoot fut ind act 1st sg ἀ̱ΐξω , ἀίσσω shoot aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀΐξω , ἀίσσω shoot aor subj act 1st sg (epic ionic) ἀΐξω , ἀίσσω …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… …

    Dictionary of Greek