ἀύλως

  • 1αὐλώς — αὐλός pipe masc acc pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἀύλως — ἄυλος immaterial adverbial ἄυλος immaterial masc/fem acc pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ένυλος — ἔνυλος, ον (AM) [ύλη] μσν. 1. υλικός 2. δασώδης αρχ. 1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα 2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά. επίρρ... ἐνύλως (αντίθ. τού ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς …

    Dictionary of Greek

  • 4υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 5ԱՆՆԻՒԹԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0211 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c մ. ἁύλως immaterialiter Անխառն գոլով ʼի նիւթոյ. անմարմնաբար. հոգեպէս. իմանալի օրինակաւ. *Զիշխանականսն լուսափայլութիւնս աննիւթաբար եւ անխառն ընկալեալք ʼի ներքս. Դիոն. երկն.: *Անմարմնապէս …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)