ἀέτωμα

  • 41Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 42Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …

    Dictionary of Greek

  • 43άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] …

    Dictionary of Greek

  • 44ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι …

    Dictionary of Greek

  • 45αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… …

    Dictionary of Greek

  • 46διογενής — I Όνομα αρχαίων φιλοσόφων. 1. Δ. ο Απολλωνιάτης (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την κρητική πόλη Απολλωνία, αλλά έζησε για πολλά χρόνια στην Αθήνα. Υπήρξε οπαδός της αρχαίας ιωνικής σχολής· η απήχηση ορισμένων θεωριών του είναι εμφανής στα έργα του …

    Dictionary of Greek

  • 47επιτύμβιος — Οποιοδήποτε σήμα τοποθετείται πάνω σε τύμβο ή τάφο για να κρατά ζωντανή τη μνήμη εκείνων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτόν. Η χρήση του ε. χρονολογείται από τους ομηρικούς χρόνους. Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας τρόπος δηλωτικός της… …

    Dictionary of Greek

  • 48σιγνόχριστον — τὸ, Μ σταυρός στο αέτωμα οικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, σημαία» + Χριστός] …

    Dictionary of Greek

  • 49σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …

    Dictionary of Greek

  • 50τεράμνιον — τὸ, ΜΑ [τέραμνον] κορυφή, αέτωμα …

    Dictionary of Greek