ἀέξω
61ἄεξεν — ἄ̱εξεν , ἀέξω augeo imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀέξω augeo imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
62юг — род. п. а; юга засуха; мгла; духота , (Даль; где?, см. сомнения на этот счет у Преобр., Труды I, 128), южный, укр. юг, др. русск. угъ юг, южная страна, южный ветер , ст. слав., русск. цслав. югъ νότος (Зогр., Мар., Савв., Супр.), болг. юг,… …
63αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …
64επαέξω — ἐπαέξω (Α) κάνω κάτι να αυξηθεί, να προκόψει («θεὸς δ ἐπὶ ἔργον ἀέξη», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αέξω (ιων. ποιητ. τ. τού ρ. αύξω, αυξάνω)] …
65συναέξεται — σύν ἀέξω augeo pres ind mp 3rd sg …
66ἀεξήσας — ἀεξήσᾱς , ἀέξω augeo aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
67ἀεξήσασα — ἀεξήσᾱσα , ἀέξω augeo aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
68ἀνηέξησε — ἀνά ἀέξω augeo aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
69ἀνηέξησεν — ἀνά ἀέξω augeo aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
70ἀέξοι — ἀέξοῑ , ἀέξω augeo pres opt act 3rd sg …