1ἀθέμιστα — ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2κἀθέμιστα — ἀθέμιστα , ἀθέμιστος unlawful neut nom/voc/acc pl …