ἀώς
1ἀῶς — ἠώς dawn fem acc pl (doric) ἠώς dawn fem nom/voc pl (doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (doric aeolic) …
2ἀώς — ἠώς dawn fem nom sg (doric) …
3Эос — (эол. Αυως, ион. Hώίς, дор. Αώς, атт. Έως, из пра греч. ausos; сюда же относится лат. Aurora) богиня зари, дочь Гипериона и Теи, сестра Гелиоса и Селены (по другим вариантам она была дочерью Гелиоса; матерью её считалась иногда и Ночь). Э.… …
4έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …
5δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …
6ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …