ἀϋτεῖ
1αὐτεῖ — indeclform (adverb) …
2ἀυτεῖ — ἀϋ̱τεῖ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀϋ̱τεῖ , ἀυτέω cry pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …
3ἀύτει — ἀ̱ΰ̱τει , ἀυτέω cry imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀΰ̱τει , ἀυτέω cry pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀΰ̱τει , ἀυτέω cry imperf ind act 3rd sg (attic epic) …
4κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …
5παραυτεί — Α επίρρ. (κρητ. τ. αντί αὐτεί) σ αυτό το μέρος, αυτού, εδώ …
6χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ …